- άντυτος
- η , ο1) неодетый, раздетый; 2) неизящно одетый; 3) не надевший праздничный костюм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άντυτος — η, ο 1. γυμνός 2. ατημέλητος, άκομψα ντυμένος 3. αυτός που δεν φοράει το καθιερωμένο για μια περίπτωση ένδυμα 4. (για βιβλίο) άδετος … Dictionary of Greek
άντυτος — η, ο αυτός που δεν είναι ντυμένος ή είναι πρόχειρα ντυμένος: Περίμενε λίγο, γιατί είναι ακόμη άντυτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)